- λεκανόμαντις
- λεκᾰνό-μαντις, εως, ὁ,A dish-diviner, Str.16.2.39, Ptol.Tetr.181, Artem.2.69:—hence [suff] λεκᾰνο-μαντεία, ἡ, PMag.Par.1.221, Ps.-Callisth.1.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεκανομάντεις — λεκανόμαντις dish diviner fem nom/voc pl (attic epic) λεκανόμαντις dish diviner fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκανόμαντι — λεκανόμαντις dish diviner fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκανόμαντιν — λεκανόμαντις dish diviner fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκανομάντης — ο (Α λεκανόμαντις, άντεως, Μ λεκανομάντης) αυτός που μαντεύει παρατηρώντας το υγρό που βρίσκεται σε λεκάνη, αυτός που ασκεί λεκανομαντ(ε)ία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + μάντις] … Dictionary of Greek
λεκανομαντ(ε)ία — η (AM λεκανομαντεία) είδος τεχνητής μαντείας με παρατήρηση τού νερού μέσα σε λεκάνη ή τής κίνησης και τών σχημάτων σταγόνων λαδιού ή τής ακτινοβολίας «μαντικών» λίθων, λ.χ. τοπαζιού ή ζαφειριού, μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεκανόμαντις, οπότε… … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek